Περπατώ ανάμεσα σε ανθρώπους που περπατούν μιλώντας
γλώσσες που δεν καταλαβαίνω
σε δρόμους που δεν ξέρω πού με πάνε.
Στους τοίχους φράσεις που δεν ξέρω τι λένε,
τι φωνάζουν σιωπηλές.
Μια γυναίκα πλησιάζει
και με ρωτάει κάτι που δεν καταλαβαίνω,
με ξαναρωτά, και πάλι δεν την καταλαβαίνω.
Φαίνεται όνειρο μα είμαι ξυπνητός.
Κι έτσι, μέρες τώρα θα μπορούσα να πω χρόνια,
συνήθισα σιγά σιγά να μην καταλαβαίνω.
Τη συμπάθησα τούτη την άγνοια,
την έλλειψη που είμαι, την πραϋντική
χαρά να μην μπορώ να επικοινωνήσω.
Θυμάμαι ότι ο Κανέττι ονειρευόταν έναν άνθρωπο
που δεν μιλούσε καμιά από τις γλώσσες του κόσμου
γλώσσες που δεν καταλαβαίνω
σε δρόμους που δεν ξέρω πού με πάνε.
Στους τοίχους φράσεις που δεν ξέρω τι λένε,
τι φωνάζουν σιωπηλές.
Μια γυναίκα πλησιάζει
και με ρωτάει κάτι που δεν καταλαβαίνω,
με ξαναρωτά, και πάλι δεν την καταλαβαίνω.
Φαίνεται όνειρο μα είμαι ξυπνητός.
Κι έτσι, μέρες τώρα θα μπορούσα να πω χρόνια,
συνήθισα σιγά σιγά να μην καταλαβαίνω.
Τη συμπάθησα τούτη την άγνοια,
την έλλειψη που είμαι, την πραϋντική
χαρά να μην μπορώ να επικοινωνήσω.
Θυμάμαι ότι ο Κανέττι ονειρευόταν έναν άνθρωπο
που δεν μιλούσε καμιά από τις γλώσσες του κόσμου
Juan Vicente Piqueras
Φώτο:ΙΚΕΤΕΣ ΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου